- πολιτοκόπος
- πολιτοκόποςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολιτοκόπος — ον, Α δημοκόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολίτης + κόπος (< κόπτω), πρβλ. δημο κόπος] … Dictionary of Greek
πολιτοκοπία — ἡ, Α [πολιτοκόπος] δημοκοπία … Dictionary of Greek
πολιτοκοπώ — έω, Α [πολιτοκόπος] 1. δημοκοπώ 2. λοιδορώ, εμπαίζω … Dictionary of Greek